-
1 γυναικεία
-
2 γυναικεῖα
-
3 γυναικεία
γυναικεί̱ᾱ, γυναικεῖοςof: fem nom /voc /acc dualγυναικεί̱ᾱ, γυναικεῖοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————γυναικεί̱ᾱͅ, γυναικεῖοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 γυναικείᾳ
Βλ. λ. γυναικεία -
5 γυναικεῖος
γῠναικ-εῖος, α, ον A. Ch. 630 (lyr.), also ος, ον ib. 878, E.IA 233 (lyr.): [dialect] Ion. [suff] γῠναικ-ήιος, η, ον: ([etym.] γυνή):—A of or belonging to women, feminine, γυναικεῖαι βουλαί a woman's designs, Od.11.437; ;ἔργα Hdt.4.114
; ; σκεῦος (i.e. woman) 1 Ep.Pet.3.7; γ.αἰδοῖον, τόποι, χῶροι, Gal.UP15.3, Aret.SA2.11, CA2.10; [full] κόλπος ( = αἰδοῖον) Sor.1.16; leucorrhoea,Id.
2.43;γονόρροια Aret.SD2.11
;ἰατρός Sor.2.3
;γ. ἀγορά Thphr.Char.2.9
; ἡγ. θεός, = Lat. bona dea, Plu.Caes.9, Cic. 19; γ. πόλεμος war with women, AP7.352 (Mel.(?)).2 in bad sense, womanish, effeminate,πένθος Archil.9.10
; ;μαθήματα Pl.Alc.1.127a
;γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Id.R. 469d
. Adv.-είως, πικραίνεσθαι Id.Lg. 731d
;ἐμπικραίνεσθαι Eus.Mynd.54
;διακεῖσθαι D.C.38.18
.II as Subst.,1 ἡ γυναικεία, [dialect] Ion. -ηΐη, = γυναικών, part of the house reserved for the women, Hdt.5.20, LXX To.2.11.b ἡ γ. (sc. ἀγορά), Thphr.Char.22.10.c lochia, Gal.17(2).817.d female disorders, title of works by Hp. and Sor., cf. Thphr.HP4.8.6, Aret.CA1.3.e (sc. φάρμακα) remedies for female complaints, Hp.Mul.1.64.3 γυναικεῖον, τό, = στίβι, Dsc.5.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικεῖος
-
6 γυναικεί'
γυναικεῖα, γυναικεῖοςof: neut nom /voc /acc plγυναικεῖε, γυναικεῖοςof: masc voc sgγυναικεῖαι, γυναικεῖοςof: fem nom /voc pl -
7 γυναικεῖ'
γυναικεῖα, γυναικεῖοςof: neut nom /voc /acc plγυναικεῖε, γυναικεῖοςof: masc voc sgγυναικεῖαι, γυναικεῖοςof: fem nom /voc pl -
8 γυναικεῖος
-α,-ον + A 2-0-0-2-3=7 Gn 18,11; Dt 22,5; Est 2,11.17; Jdt 12,15belonging to women, feminine Dt 22,5; τὰ γυναικεῖα menses of women Gn 18,11; τὸ γυναικεῖον part of the house reserved for the women TobBA 2,11→NIDNTT -
9 βρίμη
-
10 Διονῦ
-
11 καπήλτια
II in pl., = wicker baskets, Lyd.Mag.1.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπήλτια
-
12 κάππαστον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάππαστον
-
13 κατασπάω
A draw, pull down, ; κατασπάσαι τινὰ τῶν τριχῶν drag one down by the hair, Ar.Lys. 725;τινὰ τοῦ σκέλους Antiph.86.3
; κ. τὰς πεντηκοντέρους haul them down to the sea, set them afloat, Hdt.1.164, cf. 7.193; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη (in token of defeat), Th.1.63;κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.An.1.9.6
; κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, of one frowning, Alciphr.3.3:—[voice] Pass., to be drawn down, τὰ κατασπώμενα.. κἀνασπώμενα, of the limbs of puppets, X.Mem.3.10.7; κατεσπασμέναι ὀφρύες, of one frowning, Arist.HA 491b17; κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον, ἐς δάκρυα, Luc.DMar.2.2, Anach.23.2 [voice] Pass., to be displaced downwards, of a dislocated bone, Hp.Mochl. 4, 5; to be convulsed, suffer a spasm, Id.Epid.3.17.β (or perh. to be drawn, as in facial paralysis); fall into a trance, PMag.Lond.121.549.II draw down or forth,τὰ γυναικεῖα Hp.Epid.6.8.32
, cf. Arist.GA 750b35;γάλα Dsc.3.58
; draw off,τὸ τὴν νοῦσον παρέχον Hp.Loc.Hom.30
([voice] Pass.); χυμοὺς κ. [τὸ λουτρόν] App.Anth.3.158.IV pull down, οἶκον, ἄλση, LXX 2 Ch.24.7, 34.7; τὰ ὑψηλά ib. 31.1, cf. PTeb.5.134 (ii B.C., [voice] Pass.);τὴν Σμύρναν Str.14.1.37
, cf. 16.2.30 ([voice] Pass.); κ. τὰς τάξεις break the ranks, Plb.1.40.13: metaph., Phld. D.1.17.VII v. κατασπεύδω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπάω
-
14 κοινωνέω
Aκεκοινώνηκα Id.Phdr. 246d
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. κοινωνήσομαι (v. infr.): [tense] pf.κεκοινώνημαι Id.Lg. 801e
:— have or do in common with, share, take part in a thing with another, c. gen. rei et dat. pers., τῆς πολιτείας κ. τινί ib. 753a; κ. πόνων καὶ κινδύνων ἀλλήλοις ib. 686a, cf. X.HG2.4.21; κ. αὐτοῖς ὧν ἔπραττον ib.6.3.1;σιτήσεώς τισι Din.1.101
: also in act. sense, give a share of..,βρωτοῦ μηδενὸς μηδένα τούτῳ κ. D.25.61
; τὰ περὶ τὰς κτήσεις τοῖς συσσιτίοις ὁ νομοθέτης ἐκοινώνησε (v.l. ἐκοίνωσε) Arist.Pol. 1264a1;πυρὸς ἢ ὕδατος κ. Luc.Alex.46
;πάντων ἐκοινώνει μοι τῶν ἀπορρήτων Id.Philops.34
.2 κ. τινός have a share of, take part in a thing, ; ; ; ; ; ;σίτου καὶ ποτοῦ X. Mem.2.6.22
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1268a18
, etc.; τῶν αὐτῶν κ. πάντων share all things in common, ib. 1257a22; (Cos, iv/iii B.C.);θυσίας Inscr.Magn.44.19
(Decr. Corc.); ἦθος παιδείας κεκοινωνηκός Aristeas 290;φύσεως κεκοινώνηκε σαρκίνης Phld.Sign. 27
; πάθους, of infection, Gal.12.312.b of partnership in business, BGU969.13 (ii A.D.), etc.3 κ. τινί go shares with, have dealings with a man, Ar.V. 692, Av. 653, Pl.R. 343d, etc.; also of things, κοινωνεῖν μὲν ἡγοῦμαι καὶ τοῦτο τοῖς πεπολιτευμένοις I think that this also is concerned with my public measures, D.18.58; στολὴν φοινικίδα.. ἥκιστα.. γυναικείᾳ κ. has least in common with.., X.Lac.11.3;οὐδὲν τραγῳδίᾳ κ. Arist.Po. 1453b10
, cf. SE 179b16: Medic., sympathize, of bodily parts, Hp.Mul.1.38:—[voice] Pass., ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς united with.., Pl.Lg. 801e.4 with Preps.,φύσις ἡ θήλεια τῇ τοῦ ἄρρενος γένους κ. εἰς ἅπαντα Id.R. 453a
;κ. περί τινος Plb.31.18.6
.5 c.acc.cogn.,κ. κοινωνίαν τινί Pl.Lg. 881e
;κ. ἴσα πάντα τοῖς ἀνδράσι Id.R. 540c
: rarely c. acc. rei, κ. φόνον τινί commit murder in common with him, E.El. 1048.6 abs., share in an opinion, agree,σκόπει.., πότερον κοινωνεῖς καὶ ξυνδοκεῖ σοι Pl.Cri. 49d
.II of sexual intercourse, κ. γυναικί, ἀνδρί, Pl.Lg. 784e, Luc.DDeor.1.2, 10.2, PFlor.36.6 (iv A.D.):—[voice] Pass.,ὑπὸ μηδενός ποτε κοινωνήσεται εἰ μὴ ὑπὸ σοῦ μόνου PMag.Osl.1.293
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνέω
-
15 πρόσωπον
Aπροσώπατα Od.18.192
, AP5.230 (Maced.), Opp.C.1.419, etc.; dat.προσώπασι Il.7.212
: a masc. nom. πρόσωπος is cited from Pl.Com.250:— face, countenance (cf. μέτωπον), Hom., always in pl., even of a single person, Il.7.212, 18.414, Od.19.361, al. (exc. Il.18.24), and so in Hes. Op. 594 (v.l. -πον), S.Fr.871.6(v.infr.), El. 1277(lyr.), OC 314, X.An. 2.6.11(dub.), AP9.322 (Leon.): sg. in h.Hom.10.2,31.12, and usu. in later writers;π. κλιθὲν προσώπῳ Simon.37.12
;εἰς π. βλέπειν E. Hipp. 280
; ἐς π. τινὸς ἀφικέσθαι come before him, ib. 720;π. πρός τινα στρέφειν Id.Ph. 457
;οὐκ ὄψεσθε τὸ π. μου LXXGe.43.3
, cf. UPZ 70.5 (ii B.C.); κατὰ πρόσωπον in front, facing, Th.1.106, X.Cyr.1.6.43, etc.; τὴν κατὰ π. τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν ib.6.3.35; κατὰ π. Αἰγύπτου facing, fronting Egypt, LXX Ge.25.18; opp. κατὰ νώτου, Plb. 1.28.9; κατὰ π. ἄγειν, opp. κατὰ κέρας ὑπεραίρειν, Id.11.14.6, etc.; κατὰ π. in person,ἡ κατὰ π. ἔντευξις Plu.Caes.17
; κατὰ π. παραμυθήσασθαι, opp. διὰ τοῦ ψαφίσματος, IG42(1).86.22 (Epid.); soκατὰ πρόσωπα Eudox. Ars11.21
; also πρὸς τὸ π. X.Cyn.10.9; ἐπὶ προσώπου Ἰεριχώ in front of Jericho, LXX De.34.1;ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59
;ἀπὸ π. τῆς γῆς LXXAm.9.8
; βλέπειν εἰς π. τινός regard his countenance, Ev.Matt.22.16: usu. of the face of man or God, asλειτουργῶν τῷ π. Κυρίου LXX 1 Ki.2.11
; οἱ ἄρτοι τοῦ π., of shewbread, ib.21.6: of the ibis, Hdt.2.76; of dogs,ἀπὸ τῶν π. φαιδραί X.Cyn.4.2
; of horses, Arist.HA 631a5; of deer, ib. 579a2; of fish, Anaxandr. 30,33.16; face of the moon, S.Fr.871.6 (pl.), Plu.2.920b: metaph.,ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα.. ἀοιδαί Pi.I.2.8
.2 front, façade, Id.P.6.14, cf. E. Ion 189 (lyr., pl.); κατὰ π. τοῦ ἱεροῦ, τῆς νεώς, PPetr.3p.2 (iii B.C.), Ach.Tat.3.1,2;τιθέναι τὰς φιάλας ἐπὶ πρόσωπον Asclep.Myrl.
ap.Ath.11.501d.II one's look, countenance, A.Ag. 639, 794 (anap., pl.), Eu. 990 (anap., pl.), etc.; οὐ τὸ σὸν δείσας π. S.OT 448: metaph.,φαίνοισα π. Ἀλάθεια Pi.N.5.17
.2 Astrol., decan considered as the domain of a planet, ἐν ἰδίοις π. Vett.Val.62.21, Paul. Al.C.2.III = προσωπεῖον, mask, D.19.287 (- εῖον is v.l.), Arist. Po. 1449a36, b4, Pr. 958a17, Dsc.3.144 (v.l.), Poll.2.47;π. ὑπάργυρον κατάχρυσον IG12.276.6
, cf. 42(1).102.58,68 (Epid., iv B.C.), Clara Rhodos 6/7.428; ὀθόνινον π. prob. in Pl.Com.142;π. περίθετον Aristomen.5
; of the Roman imagines, Plb.6.53.5; bust or portrait, Sammelb.5221, OGI432.1 (Naksh-i-Rustam, iii A.D.).2 dramatic part, character, Phld.Rh.1.199S., Arr.Epict.1.29.45 and 57; κωφὸν π. Cic.Att.13.19.3; character in a book, τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ π. Plb.8.11.5; τὸ τοῦ Ὀδυσσέως π. Id.12.27.10, cf. Phld.Po.5.32; also ἀστοχεῖν τοῦ π., of an author, Callisth.44J.;ἐπὶ προσχήματι καὶ π. δικαστῶν Ael.Fr. 168
.IV person, Phld.Rh.1.52S. (pl.);ἀδίκως μὴ κρῖνε πρόσωπον Ps.-Phoc.10
; προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ in person, in bodily presence, 1 Ep.Thess.2.17, cf. 2 Ep.Cor.5.12; ποιεῖν or πληροῦν τὸ π. τινός to represent a person, PRein.56.30 (iv A.D.), Sammelb. 6000ii 12 (vi A.D.); λαμβάνειν π. τινός admit a person to one's presence,εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου LXXMa.1.8
; hence, = προσωποληπτεῖν, Ev.Luc.20.21, Ep.Gal.2.6; μὴ ἀποστρέψῃς τὸ π. μου, i.e. do not reject my prayer, LXX 3 Ki.2.20; θαυμάσαι π. ἀσεβοῦς ib.Pr.18.5; ὁ θεὸς ὁ μέγας.., ὅστις οὐ θαυμάζει π. οὐδὲ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον ib.De.10.17.3 Gramm., person, D.T.638.4,A.D.Pron.3.12, etc.; γυναικεῖα π. Alex.Trall.2.4 π. πόλεως a feature of the city, of a person, Cic.Fam.15.17.2.5 f.l.in Zeno Stoic.1.23 (cf.Nicol.Prog.p.4 F.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσωπον
-
16 στολή
II equipment in clothes, raiment, ib. 192; σχῆμα Ἑλλάδος ς. S.Ph. 224, cf. E.Heracl. 130;ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένοι Hdt.1.80
;σ. ἱππική Ar.Ec. 846
;Σκυθική Hdt.4.78
; ;Μηδική X.Cyr.8.1.40
; , cf. 92; ;στολὴν ἔχειν ἢν ἂμ βούληται SIG1003.14
(Priene, ii B.C.): metaph. of birds,σ. πτερῶν Ach.Tat.1.15
. -
17 τέκμαρσις
A judging from signs: esp. Medic., judging or determining from symptoms, Hp.Acut.2: generally, οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι affords no just ground for inference so as to alarm us, Th.2.87; τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, D.H.7.71; τ. ἔχειν to have its interpretation, of a dream, D.C.47.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέκμαρσις
-
18 ἐφήβαιον
ἐφήβαιον, τό,A pubes, Dsc.1.3, Gal.8.4; hair of the pubes. Suid. s.v. βλήχων: more freq. in pl., - βαια γυναικεῖα Heraclid.Syrac. ap. Ath. 14.647a, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφήβαιον
-
19 ἔμπλεγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπλεγμα
-
20 ἴλια
ἴλια· δῶρα γυναικεῖα, Hsch.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικεία — γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc/acc dual γυναικεί̱ᾱ , γυναικεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικείᾳ — γυναικεί̱ᾱͅ , γυναικεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… … Dictionary of Greek
Καστρίτσας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Ιωαννίνων αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, η οποία εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Βρίσκεται απέναντι από τον Δρίσκο. Η ανέγερσή της τοποθετείται στον 11ο αι. Το καθολικό του μοναστηριού είναι βυζαντινού ρυθμού… … Dictionary of Greek
Πελαγίας, μονή — Γυναικεία μονή του νομού Βοιωτίας, κοντά στα χωριά Καρδίτσα και Κόκκινο, η οποία εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του μοναστηριού (από την ομώνυμη εικόνα ή για να τονιστεί το πέλαγος της… … Dictionary of Greek
γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek